Κάνναβη και ύπνος: τι δείχνουν οι έρευνες για την αποτελεσματικότητά της
Η χρήση κάνναβης ως φυσικού βοηθήματος για τον ύπνο γνωρίζει αυξανόμενη δημοφιλία στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου η ουσία έχει πλέον νομιμοποιηθεί σε πολλές πολιτείες για ιατρική ή ψυχαγωγική χρήση. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα, περίπου το 18% των νέων ηλικίας 19 έως 30 ετών δηλώνουν ότι χρησιμοποιούν μαριχουάνα προκειμένου να κοιμηθούν καλύτερα.
Η Staci Gruber, διευθύντρια του προγράμματος Marijuana Investigations for Neuroscientific Discovery στο νοσοκομείο McLean και καθηγήτρια Ψυχιατρικής στο Χάρβαρντ, εξηγεί πως η κάνναβη περιέχει δεκάδες ενώσεις με διαφορετικές επιδράσεις. Η κανναβιδιόλη (CBD), που δεν προκαλεί ψυχοδραστικά αποτελέσματα, και η τετραϋδροκανναβινόλη (THC), που επηρεάζει τη διάθεση και τη νοητική λειτουργία, φαίνεται να έχουν τη μεγαλύτερη επίδραση στον ύπνο. Προϊόντα με υψηλή περιεκτικότητα σε CBD και χαμηλή σε THC έχουν δείξει ότι βοηθούν ορισμένα άτομα να κοιμηθούν γρηγορότερα και να διατηρήσουν τον ύπνο τους για περισσότερη ώρα.
Ωστόσο, οι επιστημονικές μελέτες παραμένουν αντικρουόμενες, καθώς τα αποτελέσματα διαφοροποιούνται ανάλογα με την ποικιλία του φυτού, τη δόση, τη συχνότητα χρήσης και την υγεία των συμμετεχόντων. Μια κλινική δοκιμή του 2024 έδειξε ότι το CBD βελτίωσε την ποιότητα ύπνου σε άτομα με αϋπνία σε σχέση με το εικονικό φάρμακο, ενώ η προσθήκη άλλων ενώσεων όπως κανναβινόλη (CBN) ή κανναβιχρωμίνη (CBC) δεν είχε σημαντική επίδραση. Άλλη μελέτη του 2021 έδειξε ότι ο συνδυασμός CBD, CBN και χαμηλής δόσης THC μείωσε τα συμπτώματα αϋπνίας κατά μέσο όρο πέντε μονάδες στον Δείκτη Σοβαρότητας Αϋπνίας.
Οι ειδικοί τονίζουν ότι η σωστή δοσολογία είναι κρίσιμη. Μικρές ποσότητες THC μπορεί να διευκολύνουν τον ύπνο, ενώ οι υψηλές δόσεις συχνές στα προϊόντα ψυχαγωγικής χρήσης μπορεί να προκαλέσουν άγχος, νευρικότητα και διαταραχές στον κύκλο του ύπνου. Η παρατεταμένη χρήση μπορεί να οδηγήσει σε ανοχή, με αποτέλεσμα μειωμένη αποτελεσματικότητα και αυξημένες αφυπνίσεις κατά τη διάρκεια της νύχτας.
Ο τρόπος χορήγησης επηρεάζει επίσης την αποτελεσματικότητα: το κάπνισμα ή το άτμισμα δρα σχεδόν άμεσα αλλά με σύντομη διάρκεια, ενώ τα έλαια κάτω από τη γλώσσα και τα βρώσιμα προϊόντα χρειάζονται περισσότερο χρόνο για να δράσουν, προσφέροντας όμως πιο παρατεταμένο αποτέλεσμα. Παράλληλα, το κάπνισμα ενέχει κινδύνους για τους πνεύμονες.
Τα τελευταία χρόνια, ολοένα και περισσότεροι νέοι δοκιμάζουν προϊόντα κάνναβης για τη χαλάρωση και τον ύπνο, ιδίως μετά την εξάπλωση των CBD ελαίων στην αγορά των συμπληρωμάτων. Οι ειδικοί όμως προειδοποιούν ότι η ανεξέλεγκτη διάθεση μη πιστοποιημένων προϊόντων μπορεί να οδηγήσει σε παραπλανητικές ετικέτες, άγνωστη περιεκτικότητα σε THC και απρόβλεπτες επιδράσεις στον οργανισμό.
Στην Ελλάδα, η χρήση φαρμακευτικής κάνναβης έχει νομιμοποιηθεί από το 2017, με εγκεκριμένα σκευάσματα να χορηγούνται σε ασθενείς με χρόνιο πόνο ή νευρολογικές παθήσεις. Ωστόσο, η χρήση της για προβλήματα ύπνου δεν έχει ακόμη τεκμηριωθεί επιστημονικά στη χώρα μας, ενώ οι γιατροί συστήνουν προσοχή στην αυθαίρετη χρήση χωρίς ιατρική καθοδήγηση ή συνταγογράφηση.
Οι ειδικοί προειδοποιούν ότι η κάνναβη πρέπει να αποφεύγεται από εφήβους, εγκύους, θηλάζουσες γυναίκες και άτομα με ιστορικό ψυχιατρικών ή καρδιολογικών προβλημάτων, καθώς και από όσους λαμβάνουν φάρμακα που μπορεί να αλληλεπιδράσουν, όπως αντικαταθλιπτικά ή υπνωτικά.
Όπως επισημαίνει ο καθηγητής Robert Welch, διευθυντής του Εθνικού Κέντρου Έρευνας και Εκπαίδευσης για την Κάνναβη στο Πανεπιστήμιο του Μισισιπή, «η σωστή ενημέρωση είναι κρίσιμη. Δεν έχει να κάνει μόνο με το THC – υπάρχουν μη τοξικές ενώσεις που μπορούν να ενεργοποιήσουν το ενδοκανναβινοειδές σύστημα και να προσφέρουν οφέλη, τουλάχιστον για μερικούς ανθρώπους».