Ο Διονύσης Σαββόπουλος δεν πέθανε απλώς σταμάτησε να μας εξηγεί ποιοι είμαστε. Για περισσότερο από μισό αιώνα, υπήρξε ο αφηγητής μιας χώρας που πάλευε να μεγαλώσει χωρίς να χάσει το παιδί μέσα της. Με την κιθάρα του, τη φωνή του και μια διαύγεια που ξεπερνούσε εποχές και ιδεολογίες, μίλησε για τον Έλληνα όπως κανείς άλλος: όχι ως ήρωα, αλλά ως άνθρωπο.
Από το «Φορτηγό» μέχρι το «Βρώμικο Ψωμί», κάθε του στίχος ήταν μια μικρή φωτογραφία της Ελλάδας. Της Ελλάδας της ελπίδας, της αμηχανίας, της οργής, της ποίησης. Στους στίχους του συναντιόταν ο λαϊκός και ο διανοούμενος, ο φοιτητής και ο αγρότης, ο επαναστάτης και ο νοικοκύρης. Ο Σαββόπουλος έφερε κοντά δύο κόσμους που δεν μιλούσαν ποτέ μεταξύ τους και τους έκανε να τραγουδήσουν το ίδιο ρεφρέν.
Ήταν ταυτόχρονα ροκ και παραδοσιακός, ειρωνικός και συγκινημένος, βαθιά Έλληνας και ανοιχτός στον κόσμο. Σε μια χώρα που συχνά παρεξηγεί την ελευθερία του καλλιτέχνη, εκείνος υπερασπίστηκε το δικαίωμα να αλλάζει, να διαφωνεί με το κοινό του, να δοκιμάζει, να πέφτει και να ξανασηκώνεται. Ήξερε ότι το να είσαι καλλιτέχνης στην Ελλάδα σημαίνει να περπατάς διαρκώς πάνω σε σκοινί ανάμεσα στην αποθέωση και την αποδόμηση.
Όταν τραγουδούσε, δεν μας δίδασκε μας καθρέφτιζε. Μας έκανε να γελάμε με τα ελαττώματά μας και να συγκινούμαστε με τις μικρές μας νίκες. Μίλησε για την Ελλάδα της γειτονιάς και της ουτοπίας, για τη γενιά που ονειρεύτηκε χωρίς να έχει βεβαιότητες. Ήταν ο πρώτος που τόλμησε να πει ότι η ταυτότητά μας δεν είναι δοσμένη, αλλά φτιαγμένη από ρωγμές.
Κι αν κάτι μένει σήμερα, πέρα από τους δίσκους και τις συναυλίες, είναι αυτή η αίσθηση ότι ο Σαββόπουλος δεν υπήρξε ποτέ “απλώς τραγουδιστής”. Ήταν ένα σύστημα αναφοράς ένας τρόπος να σκεφτόμαστε και να μιλάμε για την Ελλάδα. Ένα πρόσωπο που θα συνοδεύει για πάντα τις νύχτες που ακούμε ραδιόφωνο, τις κουβέντες στις πλατείες, τις στιγμές που η χώρα ψάχνει πάλι τι σημαίνει να είναι δική της.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος δεν πέθανε. Γιατί η φωνή του συνεχίζει να υπάρχει σε κάθε άνθρωπο που τραγουδά χωρίς να ντρέπεται, που ψάχνει νόημα μέσα στο χάος, που πιστεύει ότι η μουσική και η ζωή— αξίζει να λέγεται δυνατά.