Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν υποβάθμισε την επίδραση των νέων αμερικανικών κυρώσεων στην οικονομία της χώρας του, χαρακτηρίζοντάς τες «απόπειρα άσκησης πίεσης» από την Ουάσιγκτον, και προειδοποίησε τις Ηνωμένες Πολιτείες για «σοβαρές συνέπειες» σε περίπτωση χρήσης πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς κατά ρωσικών στόχων.
Μιλώντας σε συνάντηση στη Μόσχα, ο Πούτιν δήλωσε πως «οι κυρώσεις των ΗΠΑ δεν θα έχουν σημαντικό αντίκτυπο» και ότι η Ρωσία «δεν θα υποκύψει ποτέ σε εξωτερικές πιέσεις». Σύμφωνα με το πρακτορείο RIA Novosti, ανέφερε πως «καμία χώρα που σέβεται τον εαυτό της δεν ενεργεί υπό πίεση». Ο Ρώσος πρόεδρος υποστήριξε ότι οι κυρώσεις εντάσσονται σε μια ευρύτερη στρατηγική των Ηνωμένων Πολιτειών για οικονομική αποδυνάμωση της Ρωσίας, όμως, όπως είπε, «θα πλήξουν τελικά και τις ίδιες τις ΗΠΑ μέσω των αυξήσεων στις διεθνείς τιμές πετρελαίου».
Αναφερόμενος στις αμερικανικές προειδοποιήσεις για ενδεχόμενη χρήση πυραύλων Tomahawk ή άλλων όπλων μεγάλου βεληνεκούς από ουκρανικό έδαφος, ο Πούτιν προειδοποίησε πως μια τέτοια επίθεση «θα προκαλέσει συντριπτική ρωσική απάντηση». Τόνισε ότι, παρότι η Ουάσιγκτον δεν έχει ακόμη εγκρίνει επίσημα την παροχή τέτοιων συστημάτων στην Ουκρανία, η επιδίωξη του Κιέβου να εξασφαλίσει την άδεια «συνιστά απόπειρα κλιμάκωσης της σύγκρουσης».
Ο Ρώσος πρόεδρος αναφέρθηκε επίσης στη διπλωματική σχέση με τις ΗΠΑ, επισημαίνοντας ότι «ο διάλογος είναι πάντα προτιμότερος από την αντιπαράθεση ή τον πόλεμο». Μετά την ανακοίνωση του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ ότι αναβάλλεται η προγραμματισμένη συνάντησή τους στη Βουδαπέστη, ο Πούτιν υπογράμμισε πως «η συνάντηση προτάθηκε από την αμερικανική πλευρά» και ότι θα πρέπει να πραγματοποιηθεί «όταν υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες και η προετοιμασία για ουσιαστικό αποτέλεσμα».
Σύμφωνα με ρωσικά μέσα ενημέρωσης, η κυβέρνηση της Μόσχας εκτιμά πως οι κυρώσεις, που στοχεύουν κυρίως ενεργειακές εταιρείες όπως οι Rosneft και Lukoil, δεν θα ανατρέψουν τη σταθερότητα της ρωσικής οικονομίας, καθώς οι εξαγωγές ενέργειας και τα διεθνή αποθέματα «εξασφαλίζουν επαρκή ανθεκτικότητα».