Γαλλία και Ουκρανία προχώρησαν σε ένα σημαντικό βήμα στρατηγικής συνεργασίας, με τον Εμανουέλ Μακρόν και τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι να υπογράφουν στο Παρίσι επιστολή προθέσεων για τη μελλοντική απόκτηση περίπου 100 μαχητικών Rafale και συστημάτων αεράμυνας επόμενης γενιάς. Το πλαίσιο αφορά ορίζοντα δεκαετίας και προβλέπει συμβάσεις που θα ενισχύσουν την ουκρανική αεροπορική και αμυντική ισχύ.
Η ανακοίνωση από το Μέγαρο των Ηλυσίων κάνει λόγο για ένα ολοκληρωμένο πακέτο εξοπλισμού, στο οποίο περιλαμβάνονται εκτός από τα Rafale, τα υπό ανάπτυξη συστήματα SAMP/T νέας γενιάς, εξειδικευμένα ραντάρ και drones. Οι δύο ηγέτες επισκέφθηκαν την αεροπορική βάση Βιγιακουμπλέ, όπου ο Ουκρανός πρόεδρος ενημερώθηκε για τις δυνατότητες των γαλλικών συστημάτων, τα οποία η Γαλλία αναμένεται να εντάξει στο δικό της οπλοστάσιο από το 2027.
Οι συνομιλίες επικεντρώθηκαν και στη συνεργασία σε μη επανδρωμένα συστήματα, τα οποία αναμένεται να αποτελέσουν κρίσιμο παράγοντα στις μελλοντικές επιχειρησιακές ανάγκες της Ουκρανίας. Παράλληλα, Μακρόν και Ζελένσκι επρόκειτο να μεταβούν στο Μον Βαλεριέν, όπου βρίσκεται το επιτελικό κέντρο της «πολυεθνικής δύναμης Ουκρανίας» που έχει συσταθεί στο πλαίσιο του «Συνασπισμού των Προθύμων». Η δομή αναπτύχθηκε με πρωτοβουλία της Γαλλίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Τσεχίας, με συμμετοχή συνολικά 31 χωρών και την υποστήριξη ΝΑΤΟ και Ε.Ε.
Γάλλοι διπλωμάτες επισημαίνουν ότι η κίνηση αυτή δεν αφορά μόνο τις διμερείς σχέσεις, αλλά αντανακλά τη βούληση της Γαλλίας να ενισχύσει τον ρόλο της στην ευρωπαϊκή αμυντική αρχιτεκτονική, σε μια περίοδο αυξημένων αναγκών επανεξοπλισμού στη Γηραιά Ήπειρο. Για το Κίεβο, η πιθανή ένταξη των Rafale θεωρείται βήμα προς μια πλήρως δυτική αεροπορική δομή, αν και απαιτείται πολυετής εκπαίδευση και υποδομή.
Η επίσκεψη του Ζελένσκι στο Παρίσι πραγματοποιείται εν μέσω νέων αποκαλύψεων διαφθοράς στην Ουκρανία, που οδήγησαν στην παραίτηση δύο υπουργών. Το Παρίσι δεν παρέλειψε να τονίσει την ανάγκη αυξημένης διαφάνειας, με τον Γάλλο υπουργό Ευρωπαϊκών Υποθέσεων να σημειώνει ότι η διαδικασία ένταξης στην Ε.Ε. απαιτεί «απόλυτη εγρήγορση» και μηδενική ανοχή σε φαινόμενα κακοδιαχείρισης.