Οι επιθετικοί δασμοί που εφαρμόζει η κυβέρνηση Τραμπ αναδιαμορφώνουν την αμερικανική αγορά, ενισχύοντας μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους και πιέζοντας ασφυκτικά μικρότερες επιχειρήσεις, οι οποίες αδυνατούν να απορροφήσουν το αυξημένο κόστος εισαγωγών. Όπως επισημαίνει ανάλυση του The Atlantic, οι καταναλωτές πληρώνουν φέτος έως και 4% υψηλότερες τιμές για τα εποχικά αγαθά, ενώ ο πληθωρισμός μειώνει σταθερά το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών.
Το οικονομικό βάρος για τις επιχειρήσεις είναι εξίσου οξύ. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, οι αμερικανικοί εισαγωγείς έχουν ήδη καταβάλει περίπου 118 δισ. δολάρια σε δασμούς από την έναρξη της πολιτικής, επιβαρύνοντας ιδιαίτερα όσους διαθέτουν περιορισμένα περιθώρια ρευστότητας. Σε αντίθεση με τους μεγάλους ομίλους που αξιοποιούν εκπτώσεις, εναλλακτικές αλυσίδες προμήθειας και εκτεταμένες υποδομές αποθήκευσης, οι μικρές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν δυσκολίες προσαρμογής στις νέες συνθήκες.
Η πίεση στην απασχόληση είναι έντονη: περίπου επτά στις δέκα μικρές επιχειρήσεις αναμένουν μείωση εσόδων στη φετινή εορταστική περίοδο, ενώ μόνο ένα μικρό ποσοστό δηλώνει ότι προχωρά σε προσλήψεις. Η ανάγκη κάλυψης του αυξημένου κόστους οδηγεί σε απολύσεις, αυξήσεις τιμών και μείωση λειτουργικών δραστηριοτήτων, περιορίζοντας τις δυνατότητες ανταγωνισμού τους απέναντι σε επιχειρήσεις όπως η Walmart, οι οποίες διαθέτουν ισχυρότερες διαπραγματευτικές δυνατότητες.
Το αποτέλεσμα είναι μια αγορά που τείνει να συγκεντρώνεται στα χέρια των μεγάλων παικτών, με τους μικρούς να αποκλείονται σταδιακά από κρίσιμες εμπορικές κατηγορίες. Παράλληλα, η επιβάρυνση μετακυλίεται στον τελικό καταναλωτή, μέσω αυξημένων τιμών και περιορισμένων επιλογών. Η συνολική εικόνα, όπως αποτυπώνεται σε πρόσφατες έρευνες, συνδέεται με άνοδο της ανεργίας και επιβράδυνση της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας, σε μια περίοδο όπου το οικονομικό κλίμα επηρεάζεται ήδη από τις επιπτώσεις του shutdown και τις αβεβαιότητες της αμερικανικής οικονομίας.
Σύνταξη: offnetwork.gr — Διασταύρωση πηγών από News247, The Atlantic