Η «διάρρηξη των επτά λεπτών» στο Μουσείο του Λούβρου έχει προκαλέσει σοκ στη Γαλλία και έντονες αντιδράσεις διεθνώς, καθώς αποκαλύπτεται ότι οι δράστες κινήθηκαν με στρατιωτική ακρίβεια μέσα σε ένα από τα πιο ασφαλή μουσεία του κόσμου. Σύμφωνα με την έρευνα των γαλλικών αρχών, τέσσερις μασκοφόροι χρησιμοποίησαν γερανό και ανυψωτικό μηχανισμό για να φτάσουν στο μπαλκόνι της περίφημης Galerie d’Apollon, λίγα λεπτά μετά το άνοιγμα του μουσείου την Κυριακή το πρωί. Μέσα σε επτά λεπτά, αφαίρεσαν πολύτιμα κοσμήματα από τις προθήκες του γαλλικού Στέμματος και εξαφανίστηκαν πριν οι φύλακες προλάβουν να αντιδράσουν.
Τα πρώτα στοιχεία δείχνουν ότι η επιχείρηση ήταν προσεκτικά οργανωμένη εβδομάδες πριν. Οι διαρρήκτες έκοψαν τα τζάμια με δισκοπρίονο μπαταρίας, εκκένωσαν την αίθουσα απειλώντας τους φρουρούς, και στόχευσαν δύο συγκεκριμένες προθήκες που περιείχαν βασιλικά κοσμήματα του 19ου αιώνα. Όταν ενεργοποιήθηκε ο συναγερμός, το προσωπικό ακολούθησε τα πρωτόκολλα ασφαλείας και απομάκρυνε τους επισκέπτες. Οι δράστες προσπάθησαν να πυρπολήσουν το φορτηγό-γερανό για να σβήσουν τα ίχνη τους, όμως ένας υπάλληλος του Λούβρου παρενέβη και απέτρεψε τη φωτιά.
Οι αστυνομικές υπηρεσίες εξετάζουν βίντεο από δεκάδες κάμερες ασφαλείας γύρω από το μουσείο και στις όχθες του Σηκουάνα. Όπως ανέφερε ο υπουργός Εσωτερικών Λοράν Νουνέζ, οι δράστες είχαν έτοιμη διαφυγή με δύο σκούτερ και η όλη επιχείρηση ολοκληρώθηκε «σε χρόνο-ρεκόρ». Η υπουργός Πολιτισμού Ρασιντά Ντατί χαρακτήρισε τη ληστεία «εξαιρετικά επαγγελματική» και επιβεβαίωσε ότι δεν υπήρξε τραυματισμός. Σύμφωνα με το υπουργείο, οι αρχές αναζητούν τέσσερις υπόπτους με σαφή τεχνογνωσία σε συστήματα συναγερμού και εκτίμηση αξίας έργων τέχνης.
Ανάμεσα στα οκτώ κλοπιμαία συγκαταλέγονται τιάρες, περιδέραια και σκουλαρίκια που ανήκαν σε προσωπικότητες όπως η αυτοκράτειρα Ευγενία σύζυγος του Ναπολέοντα Γ΄ και η Μαρία Λουίζα. Οι αρχές θεωρούν ότι τα αντικείμενα, φιλοτεχνημένα με διαμάντια, σμαράγδια και ζαφείρια, είναι «ανεκτίμητης πολιτιστικής αξίας». Δύο από αυτά βρέθηκαν κοντά στο σημείο της διαφυγής, πιθανόν αφού έπεσαν κατά τη φυγή. Ειδικοί του υπουργείου Πολιτισμού εκτιμούν ότι οι δράστες ενδέχεται να στοχεύουν στην πώληση των λίθων ξεχωριστά, καθώς η πώληση ολόκληρων κοσμημάτων είναι σχεδόν αδύνατη χωρίς να εντοπιστούν.
Η υπόθεση θυμίζει σε πολλούς την ιστορική κλοπή της Μόνα Λίζα το 1911, όταν ένας Ιταλός εργάτης του μουσείου απέσπασε τον πίνακα και τον κράτησε για δύο χρόνια. Παρόμοια περιστατικά έχουν οδηγήσει το Λούβρο σε αλλεπάλληλες αναβαθμίσεις ασφάλειας, όμως η νέα διάρρηξη εγείρει ερωτήματα για την επάρκεια των μέτρων. Ερευνητές του Le Monde αναφέρουν ότι το μουσείο είχε επενδύσει πρόσφατα περισσότερα από 12 εκατ. ευρώ σε συστήματα παρακολούθησης, χωρίς ωστόσο να καλύπτει πλήρως ορισμένες παλαιότερες πτέρυγες.
Η κλοπή έλαβε άμεσα πολιτικές διαστάσεις. Ο επικεφαλής του ακροδεξιού κόμματος Rassemblement National, Ζορντάν Μπαρντελά, χαρακτήρισε το περιστατικό «ταπείνωση για τη Γαλλία» και επιτέθηκε στον πρόεδρο Μακρόν για «ανικανότητα στη διασφάλιση των εθνικών συμβόλων». Η κυβέρνηση από την πλευρά της ανακοίνωσε πλήρη αναθεώρηση των πρωτοκόλλων φύλαξης στα μουσεία, ενώ η διεύθυνση του Λούβρου ανέφερε ότι το μουσείο θα παραμείνει προσωρινά κλειστό για εκτίμηση των ζημιών και αναθεώρηση των συστημάτων επιτήρησης.
Οι γαλλικές αρχές δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο η κλοπή να συνδέεται με διεθνές κύκλωμα τέχνης, καθώς παρόμοιες μέθοδοι έχουν χρησιμοποιηθεί σε ληστείες στη Ζυρίχη και στο Μιλάνο τα τελευταία χρόνια. Η Ιντερπόλ έχει ενημερωθεί και ήδη πραγματοποιεί διασταυρώσεις με γνωστές υποθέσεις διακίνησης πολύτιμων αντικειμένων μέσω Βελγίου και Ολλανδίας. Οι ερευνητές εκτιμούν ότι τα κοσμήματα ενδέχεται να βρίσκονται ακόμη εντός Γαλλίας, πιθανότατα κρυμμένα μέχρι να μειωθεί η δημοσιότητα της υπόθεσης.
Για τη γαλλική κοινή γνώμη, η διάρρηξη στο Λούβρο αποτελεί κάτι περισσότερο από μια ληστεία είναι πλήγμα στο ίδιο το σύμβολο της εθνικής πολιτιστικής κληρονομιάς. Η υπόθεση παραμένει ανοικτή, με τις αρχές να δηλώνουν ότι «οι επτά λεπτά ντροπής» θα μείνουν χαραγμένα στη μνήμη του μουσείου όσο η λεία παραμένει εξαφανισμένη.