Η Ευρωπαϊκή Ένωση προωθεί το στήσιμο ενός ενιαίου «τείχους από drones» για την προστασία του εναέριου χώρου της, με έμφαση στο ανατολικό τμήμα των συνόρων της. Το σχέδιο περιλαμβάνει τη δημιουργία ενός συντονισμένου ηλεκτρονικού και υβριδικού δικτύου πολλαπλών στρωμάτων, που θα συγκεντρώνει ανίχνευση, ταυτοποίηση και μέσα αντίδρασης, ώστε να καλύψει τα κενά που υπάρχουν σήμερα ανάμεσα στις επιμέρους εθνικές ικανότητες.
Η βασική ιδέα είναι να συνεργαστούν ραντάρ, κάμερες, αισθητήρες και πλατφόρμες δεδομένων, ώστε κάθε κράτος-μέλος να έχει πρόσβαση στην ίδια «ζωντανή» εικόνα και να μπορεί να λαμβάνει και να δίνει εντολές σε πραγματικό χρόνο.
Στο επίπεδο της ανίχνευσης προβλέπονται μόνιμα και κινητά ραντάρ, κάμερες υψηλής ανάλυσης, υπερηχητικοί και ακουστικοί αισθητήρες, καθώς και αισθητήρες RF ικανοί να εντοπίζουν και να «συλλαμβάνουν» σήματα ελέγχου μη επανδρωμένων πλατφορμών. Επιπλέον, όπου χρειάζεται, το σύστημα θα αξιοποιεί και δορυφορικά δεδομένα με στόχο να εντοπίζονται ακόμη και μικρά, χαμηλού ύψους drones. Όλα τα δεδομένα θα συγκεντρώνονται σε μια δικτυακή πλατφόρμα κοινής εικόνας, που θα εξασφαλίζει διαλειτουργικότητα και ταχεία ανταλλαγή πληροφοριών, περιορίζοντας τα «τυφλά» σημεία και επιτρέποντας κοινή αντίληψη της κατάστασης.
Στο στρώμα αντίδρασης προβλέπονται μέθοδοι που ποικίλλουν από ηλεκτρονικές παρεμβολές (jamming) και παρεμβολές στο GPS μέχρι τη χρήση interceptor-drones που ακολουθούν ή ακινητοποιούν στόχους, ενώ θα διατηρούνται και συμβατικά μέσα αναχαίτισης. Το οικονομικό ζήτημα είναι κρίσιμο: το κόστος για την εξουδετέρωση φθηνών drones με ακριβά όπλα καθιστά την επιλογή ανέφικτη, γι’ αυτό το πλάνο δίνει βαρύτητα σε φθηνότερες, στοχευμένες λύσεις που μπορούν να εφαρμοστούν μαζικά όταν απαιτείται.
Στην πράξη, όταν εντοπιστεί ένα ύποπτο UAV, το σύστημα θα ακολουθεί σειρά σταδίων: εντοπισμός από τοπικά ραντάρ ή κάμερες, ταυτοποίηση μέσω σύγκρισης χαρακτηριστικών, RF-υπογραφών και εικόνας, λήψη απόφασης ανάλογα με τη σπουδαιότητα του στόχου (π.χ. απειλή για αεροδρόμιο ή κρίσιμη υποδομή), επέμβαση αρχικά με παρεμβολές σήματος και, αν χρειαστεί, με μέσα κατάρριψης, και τέλος καταγραφή κάθε περιστατικού ώστε το σύστημα να «μαθαίνει» και να βελτιώνεται με το χρόνο.
Ευρωπαίοι αξιωματούχοι αναφέρουν ότι κάποια μέρη της υποδομής, κυρίως τα συστήματα ανίχνευσης, μπορούν να ενισχυθούν μέσα σε μήνες, ενώ η πλήρης λειτουργική ενσωμάτωση του δικτύου μπορεί να χρειαστεί πάνω από ένα έτος. Ανοικτά παραμένουν θέματα χρηματοδότησης, αρμοδιότητας για την απόφαση εξουδετέρωσης, συμμόρφωσης με κανόνες πολιτικής αεροπορίας και προστασίας δικαιωμάτων.
Η εμπειρία της Ουκρανίας στον «πόλεμο των drones» θεωρείται σημαντική συνεισφορά, τόσο σε τεχνογνωσία ανίχνευσης όσο και σε τεχνικές αναχαίτισης. Για την Ελλάδα, η συμμετοχή σε ένα τέτοιο ευρωπαϊκό δίκτυο έχει ιδιαίτερη αξία λόγω της γεωγραφικής της θέσης και των πολλαπλών προκλήσεων στα θαλάσσια και χερσαία σύνορα.
Η ένταξη θα προσφέρει πρόσβαση σε προηγμένες τεχνολογίες ανίχνευσης και άμυνας, μειώνοντας την ανάγκη μεμονωμένων, ακριβών επενδύσεων, ενώ θα ενισχύσει την προστασία κρίσιμων υποδομών αεροδρομίων, λιμένων και ενεργειακών κόμβων και θα βελτιώσει την εικόνα των εναέριων απειλών σε Ανατολική Μεσόγειο και Βαλκάνια, πολλαπλασιάζοντας τις δυνατότητες των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων και των υπηρεσιών ασφαλείας.