Η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με μια αθόρυβη αλλά κρίσιμη απειλή: το δημογραφικό. Η μείωση των γεννήσεων, η γήρανση του πληθυσμού και η συνεχής φυγή νέων στο εξωτερικό έχουν ήδη οδηγήσει σε απώλεια περίπου μισού εκατομμυρίου κατοίκων από το 2011. Σύμφωνα με το Εργαστήριο Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, το φυσικό ισοζύγιο της χώρας είναι αρνητικό εδώ και δεκατρία χρόνια, ενώ οι μεταναστευτικές ροές επιδεινώνουν το πρόβλημα.
Το 2023 καταγράφηκαν μόλις 72.300 γεννήσεις, σχεδόν οι μισές σε σχέση με τη μεταπολεμική περίοδο, με τον δείκτη γονιμότητας να κυμαίνεται μεταξύ 1,3 και 1,4 παιδιά ανά γυναίκα, πολύ κάτω από το όριο αναπλήρωσης των γενεών. Παράλληλα, το 23% του πληθυσμού είναι άνω των 65 ετών, με τους ηλικιωμένους να ξεπερνούν κατά ένα εκατομμύριο τα παιδιά ηλικίας έως 14 ετών.
Η μελέτη της επίκουρης καθηγήτριας Ιφιγένειας Κοκκάλη δείχνει ότι η πληθυσμιακή συρρίκνωση ξεκίνησε το 2011, όταν η χρηματοπιστωτική κρίση ανέτρεψε τη θετική συμβολή της μετανάστευσης της δεκαετίας του 1990 και 2000. Πολλοί οικονομικοί μετανάστες επέστρεψαν στις πατρίδες τους, ενώ χιλιάδες νέοι Έλληνες υψηλών προσόντων εγκατέλειψαν τη χώρα, αναζητώντας καλύτερες συνθήκες εργασίας και ζωής στο εξωτερικό.
Η στεγαστική κρίση, οι χαμηλοί μισθοί και η έλλειψη αξιοκρατίας επιβαρύνουν την κατάσταση, καθυστερώντας την αποχώρηση από την οικογενειακή εστία και αναβάλλοντας γάμους και τεκνοποίηση. Το φαινόμενο της ατεκνίας αυξάνεται, με περίπου 1 στα 5 άτομα που γεννήθηκαν γύρω στο 1980 να μην αποκτούν ποτέ παιδί.
Η μελέτη καταλήγει ότι χωρίς άμεσες και στοχευμένες παρεμβάσεις, η Ελλάδα κινδυνεύει όχι μόνο με αριθμητική μείωση πληθυσμού, αλλά και με βαθιά κοινωνική και οικονομική συρρίκνωση που θα περιορίσει τη μελλοντική της δυναμική.