Με την απολογία του Ηλία Κασιδιάρη συνεχίστηκε η δίκη της Χρυσής Αυγής στο Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων. Ο πρώην βουλευτής, που έχει καταδικαστεί πρωτοδίκως σε 13 έτη κάθειρξης, επιχείρησε να αποστασιοποιηθεί από τα εγκλήματα της οργάνωσης, εμφανιζόμενος άλλοτε μεταμελημένος και άλλοτε αδικημένος.
Ο Κασιδιάρης καταδίκασε τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα και την επίθεση στους Αιγύπτιους αλιεργάτες, δηλώνοντας πως δεν είχε ευθύνη για τις πράξεις αυτές. Υποστήριξε ότι δηλώσεις του που ερμηνεύθηκαν ως προτροπές σε βία «παρερμηνεύτηκαν ή δεν του ανήκουν», ενώ επικαλέστηκε την πρόταση της εισαγγελέως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, Αδαμαντίας Οικονόμου, σύμφωνα με την οποία δεν τεκμηριώθηκε οργανωμένη συμμετοχή του σε εγκληματικές ενέργειες.
Αναφερόμενος στη δολοφονία Φύσσα, δήλωσε ότι «ήταν η δολοφονία της Χρυσής Αυγής», προσθέτοντας:
«Είναι ένα άθλιο έγκλημα. Εμένα με “δολοφόνησε” επίσης, γιατί έμεινα έξι χρόνια στη φυλακή». Υποστήριξε πως δεν γνώριζε τον δράστη Γιώργο Ρουπακιά ούτε ότι ήταν μέλος της οργάνωσης, σημειώνοντας ότι ενημερώθηκε για το περιστατικό την επόμενη ημέρα από δημοσιογράφους.
Σε άλλο σημείο της απολογίας του ανέφερε ότι, αν μπορούσε να γυρίσει τον χρόνο πίσω, δεν θα είχε επιτρέψει την πανελλαδική εξάπλωση της Χρυσής Αυγής, καθώς «χάθηκε ο έλεγχος». Μίλησε ακόμη για «εργαλειοποίηση» της πρωτόδικης απόφασης και έκανε λόγο για «παρεμβάσεις στη Δικαιοσύνη», επικαλούμενος την υπόθεση του πρώην προέδρου του Αρείου Πάγου, Χρήστου Τζανερρίκου.
Απαντώντας σε ερωτήσεις για στρατιωτικού τύπου εκπαιδεύσεις, αρνήθηκε κατηγορηματικά τη συμμετοχή του, λέγοντας πως οι φωτογραφίες με στολή παραλλαγής προέρχονταν από δραστηριότητες Λέσχης Εφέδρων Αξιωματικών με επίσημη άδεια. Για την εμφάνιση με μαύρες στολές στις εκδηλώσεις του Μελιγαλά, παραδέχθηκε πως ήταν δική του ιδέα, για την οποία «μετανοεί».