Ο Ευάγγελος Βενιζέλος επέλεξε να αντιδράσει με ιδιαίτερα αιχμηρό τόνο στις κυβερνητικές πρακτικές που εφαρμόστηκαν την Τετάρτη στη Βουλή, κατά τη συζήτηση για τον ΟΠΕΚΕΠΕ. Στην ανάρτησή του έκανε λόγο για «κραυγαλέα παραβίαση του Συντάγματος» και «πολλαπλό ευτελισμό των θεσμών», επισημαίνοντας την απουσία του προέδρου της Βουλής, Νικήτα Κακλαμάνη, που, όπως τόνισε, επιβάρυνε σοβαρά το κύρος του Προεδρείου.
Κατέληξε δε στο συμπέρασμα ότι οι μεθοδεύσεις αυτές θα επιφέρουν βαρύ πολιτικό κόστος για την κυβέρνηση, προκαλώντας κρίση εσωτερικής εμπιστοσύνης και νομιμοποίησης.
Όλη η ανάρτησή του
Η κοινοβουλευτική πλειοψηφία της Νέας Δημοκρατίας την περίοδο 2008-2009 αποχώρησε τρεις φορές (δύο για την υπόθεση Βατοπεδίου και μία για την υπόθεση Παυλίδη) από συνεδριάσεις της Βουλής που είχαν ως αντικείμενο προτάσεις για τη συγκρότηση ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης κατά το άρθρο 86 παρ. 3 εδ. β Συντ. Και τις τρεις φορές ο έλεγχος της διαδικασίας περιήλθε στους παρόντες βουλευτές της αντιπολίτευσης και δεν διεξήχθη μυστική ψηφοφορία επειδή δεν ήταν παρόντες τουλάχιστον 151 βουλευτές, όση δηλαδή είναι η αναγκαία κατά το Σύνταγμα πλειοψηφία. Οι προτάσεις για συγκρότηση επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης δεν απορρίφθηκαν αλλά παρέμειναν εκκρεμείς. Ο τότε Πρόεδρος της Βουλής, αείμνηστος Δημήτρης Σιούφας, παρών ο ίδιος στην έδρα, αποδέχτηκε τη θέση της αντιπολίτευσης σεβόμενος το άρθρο 67 του Κανονισμού της Βουλής.
Η σημερινή κοινοβουλευτική πλειοψηφία της Νέας Δημοκρατίας, δηλαδή η ηγεσία της, στην υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ δεν ήθελε να ακολουθήσει το κατά τη δική της έκφραση «μοντέλο Τριαντόπουλου/Καραμανλή», δηλαδή τη συγκρότηση επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης που με συνοπτική διαδικασία παρέπεμψε, για την υπόθεση των Τεμπών, τους κατηγορούμενους υπουργούς στον ανακριτή και το δικαστικό συμβούλιο του Ειδικού Δικαστηρίου, έστω για το πλημμέλημα της παράβασης καθήκοντος.
Δεν ήθελε ούτε να αποχωρήσει κατά το προηγούμενο της περιόδου 2008-2009 αφήνοντας τις προτάσεις συγκρότησης προκαταρκτικής επιτροπής σε εκκρεμότητα, φοβούμενη την ενδεχόμενη επαναφορά τους σε αυτήν ή στην επόμενη βουλευτική περίοδο.
Δεν ήθελε ούτε να αφήσει τους βουλευτές της να μετάσχουν αυτοπροσώπως και κατά συνείδηση στη μυστική ψηφοφορία, φοβούμενη τον αριθμό των διαρροών που θα μπορούσαν να θέσουν σε αμφισβήτηση τη συνοχή της.
Ενώπιον αυτού του αδιεξόδου, η ηγεσία του κυβερνώντος κόμματος επέλεξε όχι απλώς την κραυγαλέα παραβίαση του Συντάγματος και του Κανονισμού της Βουλής αλλά τον πολλαπλό ευτελισμό των θεσμών:
Πρώτον, απαγόρευσε στους βουλευτές της να μετάσχουν αυτοπροσώπως και κατά συνείδηση στη μυστική ψηφοφορία και τους έθεσε υπό ασφυκτικό έλεγχο, ξευτελίζοντας τον θεσμικό ρόλο του βουλευτή της συμπολίτευσης.
Δεύτερον, παραβίασε σωρηδόν τη διάταξη του άρθρου 70Α Κανονισμού της Βουλής, που προβλέπει τη δυνατότητα συμμετοχής με επιστολική ψήφο μόνο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις (αποστολή στο εξωτερικό, εγκυμοσύνη, λοχεία, πανδημία), υποβαθμίζοντας έτσι τη ρύθμιση αυτή.
Τρίτον, επιχειρώντας να κατασκευάσει τεχνητά τις προϋποθέσεις έγκυρης απόφασης, θεώρησε ότι αρκεί η απαρτία 75 βουλευτών (άρθρο 67 Συντ.), ενώ στην προκειμένη περίπτωση απαιτούνταν απόλυτη πλειοψηφία 151 ψήφων (άρθρο 86 παρ. 3 Συντ.). Παρά την προσπάθεια, ψήφισαν μόλις 83 βουλευτές, καθιστώντας άκυρη την ψηφοφορία και αφήνοντας τις προτάσεις εκκρεμείς.
Τέταρτον, έφερε τον Πρόεδρο της Βουλής σε δυσμενή θέση, οδηγώντας τον σε εμφανή απουσία, ενώ ο αντιπρόεδρος που προέδρευε αρνήθηκε να θέσει σε ψηφοφορία την πρόταση αναβολής, επικαλούμενος παιδαριώδη αιτιολόγηση για την έλλειψη απαρτίας. Παράλληλα, καταγράφηκαν πολλαπλές παραβιάσεις του άρθρου 73 Κανονισμού για τη μυστική ψηφοφορία, υποβαθμίζοντας σοβαρά το κύρος του Προεδρείου.
Αναρωτιέται κανείς ποιος λόγος υπήρχε για αυτόν τον ακραίο εξευτελισμό του Κοινοβουλίου. Η πλειοψηφία μπορούσε να ψηφίσει κανονικά, ακόμη κι αν δεν συγκέντρωνε 151 ψήφους, ή να δηλώσει αποχή αλλά να παραμείνει παρούσα για τις διαδικαστικού χαρακτήρα αποφάσεις, χωρίς να παραβιάζει Σύνταγμα και Κανονισμό.
Αν όλα αυτά αποτελούν επίδειξη αδιαφορίας για το συνταγματικό πλαίσιο, τότε η κατάσταση είναι θεσμικά επικίνδυνη. Αν πηγάζουν από φόβο για τη συνοχή της πλειοψηφίας, τέτοιες πρακτικές επιβαρύνουν ακόμη περισσότερο το ήδη μεγάλο κόστος τους. Η μετάβαση από το «μοντέλο Τριαντόπουλου/Καραμανλή» στο χθεσινό αποδεικνύει κρίση εσωτερικής εμπιστοσύνης, που οδηγεί σχεδόν αυτόματα σε κρίση νομιμοποίησης.