Οι Financial Times επιχειρούν να σκιαγραφήσουν τη διαδρομή της Ελλάδας, δέκα χρόνια μετά το κρίσιμο δημοψήφισμα του 2015, που «έσωσε» το ευρώ και άνοιξε τον δρόμο για την ανασυγκρότηση της οικονομίας.
Το 2015 αποτέλεσε το «ορόσημο» μιας κρίσης που συγκλόνισε τις διεθνείς αγορές και απείλησε να διαλύσει την ευρωζώνη, με τον Πιερ Μοσκοβισί—Επίτροπο Οικονομικής Πολιτικής (2014–2019)—να υπογραμμίζει ότι «αν η Ελλάδα είχε εγκαταλείψει το ευρώ, αυτό θα σήμαινε το τέλος του ενιαίου νομίσματος».
Στον Ιούλιο του 2015, σε δημοψήφισμα, οι Έλληνες απέρριψαν το πακέτο διάσωσης που διαπραγματευόταν η κυβέρνηση Τσίπρα–Βαρουφάκη, αναγκάζοντας τον τότε Πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα και τον ΥΠΟΙΚ Γιάννη Βαρουφάκη να ζητήσουν σκληρότερους όρους από τους πιστωτές. Όμως, μετά από επτά μήνες αδιεξόδου, η κυβέρνηση αναδίπλωσε τη ρηξικέλευθη γραμμή της, ο Βαρουφάκης αποχώρησε και η Ελλάδα παραμένει εντός ευρώ.
Οι FT χαρακτηρίζουν αυτή τη «στροφή 180 μοιρών»—τη «φωνούμενη κωλοτούμπα»—δαπανηρή, καθώς πάγωσε την ανάκαμψη και υπονόμευσε την αξιοπιστία της Αθήνας, αλλά οδήγησε στην υιοθέτηση των μεταρρυθμίσεων που ενίσχυσαν τη δημοσιονομική πειθαρχία και έθεσαν σε κίνηση την ανάκαμψη.
Σήμερα, η Ελλάδα έχει ολοκληρώσει τα προγράμματα διάσωσης, επιτυγχάνοντας πρωτογενές πλεόνασμα 4,8% και σημαντική μείωση του δημόσιου χρέους, ενώ η ανάπτυξη έχει ξεπεράσει αυτή πλουσιότερων κρατών. Ωστόσο, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ φθάνει μόλις στο 70% του μέσου όρου της ΕΕ και οι ελλείψεις παραγωγικότητας παραμένουν σημαντικές, με τη μέση ωριαία απόδοση να υπολείπεται του μισού ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Το δημοσίευμα υπενθυμίζει την καταστροφική ύφεση 26% μεταξύ 2008–2013 και την ανεργία 28% κατά την πρώτη φάση της κρίσης, καθώς και το brain drain που ακολούθησε. Οι FT σημειώνουν ότι η αρχική διάσωση του 2010 ήταν βιαστική και ακατάλληλη για χώρα χωρίς δικό της νόμισμα, ενώ το πρώτο πρόγραμμα—εμπνευσμένο από το ΔΝΤ—επιβλήθηκε με μη ρεαλιστικούς δημοσιονομικούς στόχους.
Στο 2015, οι «ριζοσπάστες» του ΣΥΡΙΖΑ πίστευαν ότι ο κίνδυνος εξόδου θα τους έδινε πλεονέκτημα στη διαπραγμάτευση, αλλά «δεν ήθελαν ποτέ πραγματικά συμφωνία», όπως λέει ο Moskovisi. Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, υπουργός Οικονομικών μετά τον Βαρουφάκη, χαρακτηρίζει «καλύτερο» το τρίτο πακέτο διάσωσης που υπέγραψε, με «λιγότερα απαιτητικούς δημοσιονομικούς στόχους».
Οι αντιφάσεις και τα λάθη της διαπραγμάτευσης—η επιδείνωση της προβλεπόμενης χρέωσης κατά 85 δισ. € σύμφωνα με το ΔΝΤ—έφεραν capital controls και νέα ύφεση, πριν η Ελλάδα εφαρμόσει πιστά τους όρους του προγράμματος.
Από το 2019, όμως, η Νέα Δημοκρατία επιτάχυνε τη μέτρια ανάπτυξη, οδηγώντας σε εντυπωσιακή δημοσιονομική ανάκαμψη. Ως ποσοστό του ΑΕΠ, οι επενδύσεις αυξήθηκαν στο 15%, αν και υπολείπονται του ευρωπαϊκού μέσου όρου (~20%), ενώ οι εξαγωγές διπλασιάστηκαν από το 2008.
Παρά τις επιδόσεις, η χώρα έχει «επενδυτικό έλλειμμα» άνω των 100 δισ. €—κληρονομιά υποεπενδύσεων δεκαετιών—και η οικονομία παραμένει εξαρτημένη από τουρισμό και ακίνητα, χωρίς τραπεζική ένωση ή μόνιμο προϋπολογισμό της ευρωζώνης για τη διαχείριση μελλοντικών κρίσεων.
Οι FT καταλήγουν ότι η κρίση της Ελλάδας αναδιαμόρφωσε την ΕΕ—με το ESM, το πλαίσιο εκκαθάρισης τραπεζών και την παρέμβαση Draghi—ενώ ο μηχανισμός ανάκαμψης της πανδημίας ύψους 800 δισ. € στηρίχθηκε στα διδάγματα του ελληνικού δράματος. Ωστόσο, η ευρωζώνη παραμένει ανεπαρκής σε μέσα, αφήνοντας ανοικτό το ερώτημα εάν τα θεσμικά «κομμάτια σάρκας» που ζητήθηκαν από την Ελλάδα πριν δέκα χρόνια χρησίμευσαν πραγματικά στη διατήρηση της συνοχής της Ένωσης.