Ενέργεια |

22.10.25 12:26

Η Ελλάδα στην «επόμενη μέρα» της ενέργειας – Ανάμεσα σε φιλοδοξίες, αντοχές και αναγκαίες ισορροπίες

Η ενεργειακή μετάβαση μεταμορφώνει την Ελλάδα, φέρνοντας επενδύσεις και προοπτικές αλλά και κοινωνικές εντάσεις, τεχνικές προκλήσεις και πολιτικά διλήμματα.

An alt text
Newsroom

Η Ελλάδα στην «επόμενη μέρα» της ενέργειας: μια χώρα ανάμεσα σε πράσινες φιλοδοξίες και δύσκολες ισορροπίες

Η ενεργειακή μετάβαση της Ελλάδας δεν είναι πλέον ένα θεωρητικό σχέδιο για το μέλλον· είναι μια πραγματικότητα που ήδη αλλάζει το τοπίο της χώρας. Τα τελευταία τρία χρόνια, η χώρα βρίσκεται ανάμεσα σε δύο αντίρροπες δυνάμεις: από τη μία, την πίεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για επιτάχυνση της «πράσινης» παραγωγής και, από την άλλη, τις κοινωνικές και οικονομικές αντοχές μιας κοινωνίας που ακόμη μετρά τις πληγές της από ενεργειακές κρίσεις, ακρίβεια και υποδομές περασμένων δεκαετιών.

Το 2023, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας κάλυψαν σχεδόν το 57% της ηλεκτροπαραγωγής της χώρας, ξεπερνώντας για πρώτη φορά τα ορυκτά καύσιμα. Το εθνικό σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) θέτει έναν εξαιρετικά φιλόδοξο στόχο: 82% συμμετοχή των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή έως το 2030. Για μια χώρα με γεωγραφική πολυμορφία, ισχυρή ηλιοφάνεια και μεγάλο αιολικό δυναμικό, η πρόκληση δεν είναι να παράγει «πράσινη» ενέργεια, αλλά να μπορέσει να τη διαχειριστεί και να τη διανείμει.

Η γεωγραφία και η υποδομή ως δίκοπο μαχαίρι

Η Ελλάδα έχει ένα από τα πιο πολυτεμαχισμένα ηλεκτρικά δίκτυα της Ευρώπης, με δεκάδες νησιωτικά συστήματα και περιορισμένη ενδοχώρα δικτύωσης. Αυτό που αποτελεί φυσική ομορφιά, λειτουργεί ενεργειακά ως εμπόδιο: η μεταφορά της παραγόμενης ενέργειας από περιοχές υψηλής απόδοσης (π.χ. Δυτική Μακεδονία, Θράκη, Κρήτη, Δωδεκάνησα) προς τα μεγάλα αστικά κέντρα απαιτεί τεράστιες επενδύσεις σε διασυνδέσεις. Ο ΑΔΜΗΕ ήδη υλοποιεί σχέδια διασύνδεσης Κρήτης – Αττικής, Δωδεκανήσων – Πελοποννήσου και Αιγαίου – ηπειρωτικού δικτύου, τα οποία αποτελούν προϋπόθεση για τη σταθερότητα του νέου ενεργειακού μοντέλου.

Παράλληλα, η Ελλάδα επενδύει στην αποθήκευση ενέργειας μέσω μεγάλων έργων, όπως το αντλησιοταμιευτικό της Αμφιλοχίας και τα πιλοτικά προγράμματα με μπαταρίες υψηλής χωρητικότητας στη Δυτική Μακεδονία. Η αποθήκευση θα είναι το «κλειδί» που θα κρίνει αν η χώρα μπορεί να περάσει από την απλή παραγωγή ΑΠΕ στη σταθερή παροχή ρεύματος χωρίς διακοπές και εξάρτηση από φυσικό αέριο.

Ο ρόλος του φυσικού αερίου και η μετάβαση χωρίς σοκ

Η απολιγνιτοποίηση ήταν μια από τις πιο ριζικές κινήσεις της ελληνικής ενεργειακής πολιτικής. Ωστόσο, η βεβιασμένη έξοδος από τον λιγνίτη οδήγησε σε υπερεξάρτηση από το φυσικό αέριο με την Ελλάδα να φτάνει το 2022 στο υψηλότερο ποσοστό κατανάλωσης αερίου στην ιστορία της. Η ενεργειακή κρίση που ακολούθησε μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έδειξε ότι η «πράσινη μετάβαση» χωρίς ενδιάμεση ασφάλεια μπορεί να γίνει μπούμερανγκ.

Η κυβέρνηση επιχειρεί πλέον μια πιο ισορροπημένη πολιτική, με έμφαση στην ενεργειακή αυτάρκεια. Η αναβάθμιση της Ρεβυθούσας, η κατασκευή του νέου τερματικού σταθμού FSRU στην Αλεξανδρούπολη και οι νέες ηλεκτρικές διασυνδέσεις με Βουλγαρία και Ιταλία ενισχύουν τον ρόλο της Ελλάδας ως ενεργειακού κόμβου. Παράλληλα, οι διεθνείς επενδυτές βλέπουν τη χώρα ως σταθερή πύλη προς τα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή, με σχέδια εξαγωγής πράσινης ενέργειας μέσω interconnectors προς την Κεντρική Ευρώπη.

Ενέργεια και κοινωνία – το νέο πεδίο σύγκρουσης

Η «πράσινη» μετάβαση όμως δεν είναι απλώς τεχνολογική ή οικονομική. Είναι κοινωνική. Η ενεργειακή φτώχεια εξακολουθεί να αγγίζει σχεδόν ένα στα τέσσερα νοικοκυριά στην Ελλάδα, παρά τις επιδοτήσεις και τις ρυθμίσεις στήριξης. Οι αυξήσεις στους λογαριασμούς ρεύματος το 2022–23 αποκάλυψαν πόσο εύθραυστη παραμένει η σχέση των πολιτών με το νέο ενεργειακό μοντέλο. Οι πολίτες δεν αντιδρούν στην πράσινη ενέργεια αντιδρούν όταν αισθάνονται ότι πληρώνουν δυσανάλογα για μια μετάβαση που δεν τους συμπεριλαμβάνει.

Η επόμενη φάση απαιτεί ενεργειακή δημοκρατία: αποκέντρωση της παραγωγής, ενεργειακές κοινότητες, μικρά φωτοβολταϊκά στις στέγες, δίκτυα γειτονιάς. Το πρόγραμμα “Φωτοβολταϊκά στη Στέγη” είναι ένα πρώτο βήμα, αλλά χρειάζεται απλούστερες διαδικασίες και σταθερό θεσμικό πλαίσιο. Το ίδιο ισχύει για τις άδειες εγκατάστασης ΑΠΕ, που παραμένουν βραδυκίνητες, με μέσο χρόνο έγκρισης τα 18–24 μήνες.

Η Ελλάδα ως περιφερειακός παίκτης – από εξαρτώμενη σε εξαγωγέα

Η στρατηγική φιλοδοξία της χώρας δεν περιορίζεται στο εσωτερικό. Η Ελλάδα επιδιώκει να εξελιχθεί σε ενεργειακό κόμβο της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, φιλοδοξία που ενισχύεται από την γεωπολιτική ρευστότητα στην περιοχή. Οι νέες ηλεκτρικές και φυσικού αερίου διασυνδέσεις με Κύπρο, Ισραήλ, Αίγυπτο και Βουλγαρία δημιουργούν προοπτικές εξαγωγής ενέργειας, είτε σε μορφή ηλεκτρικής ισχύος είτε ως υδρογόνο στο μέλλον.

Ταυτόχρονα, η Ευρωπαϊκή Ένωση στρέφεται σε στρατηγικές αυτονομίας, μειώνοντας την εξάρτηση από τρίτες χώρες. Η Ελλάδα, χάρη στη γεωγραφική της θέση, μπορεί να αποτελέσει κρίσιμο κρίκο στο ευρωπαϊκό ενεργειακό δίκτυο, υπό την προϋπόθεση ότι θα επενδύσει όχι μόνο σε υποδομές αλλά και σε τεχνογνωσία.

Οι επενδύσεις και το νέο ενεργειακό αφήγημα

Τα επόμενα χρόνια θα επενδυθούν πάνω από 30 δισ. ευρώ σε ενεργειακά έργα, τόσο από δημόσιους όσο και από ιδιωτικούς φορείς. Η πρόκληση δεν είναι μόνο η απορρόφηση των κονδυλίων, αλλά και η στοχευμένη αξιοποίησή τους. Η Ελλάδα πρέπει να επιλέξει αν θα γίνει χώρα εγκαταστάσεων που απλώς φιλοξενεί επενδυτές ή χώρα καινοτομίας που παράγει τεχνολογία, εξαγωγές και θέσεις εργασίας.

Η πράσινη μετάβαση θα κριθεί τελικά όχι από το ποσοστό των ΑΠΕ στο δίκτυο, αλλά από το αν οι πολίτες, οι επιχειρήσεις και οι θεσμοί της μπορούν να την αντέξουν. Αν μετατραπεί σε ένα νέο αφήγημα ανάπτυξης, δικαιοσύνης και συλλογικού οράματος.